-
1 περιδρομή
περιδρομ-ή, ἡ,A running round, encircling, Plu.Aem.20 (pl.);πλάναι καὶ -δρομαί Id.2.493d
, etc. ; π. ποιεῖσθαι wheel about, X.Cyn.10.11.3 a military manoeuvre, = Lat. decursio,στρατιωτῶν D.C.76.15
;π. ἐνόπλιοι Id.77.16
.II κατὰ περιδρομήν cursorily, J.AJ20.12.1 ; ἐκ π. Ptol.Tetr.55.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιδρομή
См. также в других словарях:
περιδρομή — η, ΝΜΑ το να τρέχει κάποιος γύρω γύρω ή εδώ κι εκεί (α. «περιδρομὴν ποιεῑσθαι», Ξεν. β. «πλάναι τε καὶ περιδρομαί», Πλούτ.) (μσν. αρχ.) το να τριγυρίζει κανείς κάποιον για να τον κολακέψει (α. «προσδριῶν διὰ πλείστης ὅσης περιδρομῆς κρατήσαντες» … Dictionary of Greek